περιπέμπω
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
A send round from one place to another, [νέας] π. ἔξωθεν Σκιάθου Hdt.8.7; δύο τέλη τῶν ἱππέων Th.4.86; αἱ νῆες… αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι Id.5.3. 2 send round to a number of places, οἱ περιπεμφθέντες Hdt.1.48.
German (Pape)
[Seite 586] herum, aller Orten umherschicken; Her. 8, 7; οἱ περιπεμφθέντες, 1, 48; περιεπέμψαντο, Thuc. 4, 96; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
envoyer tout autour ou de tous côtés.
Étymologie: περί, πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πέμπω rondzenden.
Russian (Dvoretsky)
περιπέμπω: посылать вокруг, отправлять в обход (διηκοσίας νέας Her.; δύο τέλη τῶν ἱππέων Thuc.): οἱ περιπεμφθέντες Her. посланцы, гонцы.
Greek (Liddell-Scott)
περιπέμπω: πέμπω ὁλόγυρα ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἄλλον, (νέας) π. ἔξωθεν Σκιάθου Ἡρόδ. 8. 7· δύο τέλη τῶν ἱππέων Θουκ. 4. 86· αἱ νῆες... αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι ὁ αὐτ. 5. 3. 2) πέμπω ὁλόγυρα εἰς πολλὰ μέρη, οἱ περιμπεμφθέντες Ἡρόδ. 1. 48.
Greek Monolingual
Α πέμπω·1. στέλνω κάποιον ολόγυρα, τον στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού («τῶν νεῶν... διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου», Ηρόδ.)
2. στέλνω κάποιον σε ορισμένο μέρος.
Greek Monotonic
περιπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω τριγύρω από το ένα μέρος στο άλλο, στέλνω προς όλες τις κατευθύνσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
fut. ψω
to send round from one place to another, dispatch in all directions, Hdt., Thuc.