προεκκομίζω

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37. 2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.

Russian (Dvoretsky)

προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].

Greek Monotonic

προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to carry out beforehand, Hdt.