ποιμένιος

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμένιος Medium diacritics: ποιμένιος Low diacritics: ποιμένιος Capitals: ΠΟΙΜΕΝΙΟΣ
Transliteration A: poiménios Transliteration B: poimenios Transliteration C: poimenios Beta Code: poime/nios

English (LSJ)

α, ον, rare synonym of ποιμενικός, κάματοι, δόναξ, AP 6.73 (Maced.), APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 651] seltnere poet. Form statt ποιμενικός; Col. 109; νάπαι, Ep. ad. 647 (VII, 717); δόναξ, Alc. 12 (Plan. 226); Jac. A. P. p. 866.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμένιος -α -ον [ποιμήν] herders-.

Russian (Dvoretsky)

ποιμένιος: Anth. = ποιμενικός.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμένιος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ποιμενικός, Ἀνθ. Π. 6. 73, 8. 22, κλπ.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α ποιμήν, -μένος
σπάν. τ. του ποιμενικός.

Greek Monotonic

ποιμένιος: -α, -ον, = ποιμενικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποιμένιος, η, ον = ποιμενικός, Anth.]