κύπειρος

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπειρος Medium diacritics: κύπειρος Low diacritics: κύπειρος Capitals: ΚΥΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: kýpeiros Transliteration B: kypeiros Transliteration C: kypeiros Beta Code: ku/peiros

English (LSJ)

ὁ, = κύπειρον (galingale, Cyperus longus, Cyperus rotundus), h.Merc. 107, Ar. Ra. 243 (lyr.), Pherecr. 109, Thphr. HP 1.8.1, and 10.5, Theoc. 1.106.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. κύπερος (s. unten), bei Diosc. auch ἡ, eine Wasser- oder Wiesenpflanze, H. h. Men, 107; mit einer gewürzhaften Wurzel, Theophr.; neben φλέως, Ar. Ran. 243; Theocr. 1, 106. 5, 45. Vgl. κυπειρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
souchet, plante.
Étymologie: DELG emprunt probable.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπειρος -ου, ὁ, Ion. κύπερος, cypergras.

Russian (Dvoretsky)

κύπειρος: (ῠ) ὁ HH, Theocr. = κύπειρον.

Greek (Liddell-Scott)

κύπειρος: ῠ, ὁ, φυτόν τι ἑλῶδες ὡς τὸ κύπειρον, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 107, Ἀριστοφ. Βάτρ. 243, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1, Θεόκρ. 1. 106, κτλ. ΙΙ. ἕτερον εἶδος αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἦτο τὸ βροῦλον, καὶ ἄλλο εἶδος τὸ gladiolus, Schneid. Πίνακ. εἰς Θεόφρ.· πρβλ. ὡσαύτως κύπερος.

Greek Monolingual

ο, η (Α κύπειρος)
βλ. κύπερη.

Greek Monotonic

κύπειρος: [ῠ], ὁ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κῠ́πειρος, ὁ, = κῠ́πειρον, Hhymn.]