βύσσωμα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό, net woven of βύσσος, AP6.33 (Maec.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
entramado de lino, almadraba para la pesca del atún AP 6.33 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 468] τό, = βύσμα, von Netzen, die den Thunfischen den Weg versperren, Q. Maec. 7 (VI, 33).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
filets qu’on jette à une grande profondeur pour boucher le passage aux bancs de thons.
Étymologie: βυσσός.
Russian (Dvoretsky)
βύσσωμα: ατος τό заставная рыболовная сеть Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βύσσωμα: τό, = βύσμα, ἐπὶ δικτύων, τὰ ὁποῖα ἔκλεισαν τὴν διάβασιν εἴς τι πλῆθος θύννων, Ἀνθ. Π. 6. 33.
Greek Monotonic
βύσσωμα: -ατος, τό = βύσμα, λέγεται για δίχτυα που σταμάτησαν το πέρασμα ενός κοπαδιού με τόνους, σε Ανθ.
Middle Liddell
= βύσμα
of nets, which stopped the passage of a shoal of tunnies, Anth.