εἰσθλίβω

From LSJ
Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσθλίβω Medium diacritics: εἰσθλίβω Low diacritics: εισθλίβω Capitals: ΕΙΣΘΛΙΒΩ
Transliteration A: eisthlíbō Transliteration B: eisthlibō Transliteration C: eisthlivo Beta Code: ei)sqli/bw

English (LSJ)

[ῑ], prob. f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.

Spanish (DGE)

aplastar ἀθεμίτου φύλου ... λείψανον Them.Or.15.197a.

German (Pape)

[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.

French (Bailly abrégé)

part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσθλίβω: (ῑ) вдавливать, втискивать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.

Greek Monolingual

εἰσθλίβω (Α)
πιέζω κάποιον ανάμεσα σε δύο σημεία.