θλάσμα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό, bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, der Druck, die Quetschung, Philo., Medic. Vgl. φλάσμα.
Russian (Dvoretsky)
θλάσμα: ατος τό вдавление, помятость или ушиб (ἕλκη καὶ θλάσματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θλάσμα: τό, (θλάω) σπάσιμον, σύντριμμα, πληγή, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 117, Διοσκ. 2. 200· πρβλ. φλάσμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θλάσμα) θλω
θλάση, σπάσιμο, σύντριμμα
αρχ.
πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη.