θλάσμα

From LSJ
Revision as of 13:32, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάσμα Medium diacritics: θλάσμα Low diacritics: θλάσμα Capitals: ΘΛΑΣΜΑ
Transliteration A: thlásma Transliteration B: thlasma Transliteration C: thlasma Beta Code: qla/sma

English (LSJ)

ατος, τό, bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.

German (Pape)

[Seite 1212] τό, der Druck, die Quetschung, Philo., Medic. Vgl. φλάσμα.

Russian (Dvoretsky)

θλάσμα: ατος τό вдавление, помятость или ушиб (ἕλκη καὶ θλάσματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θλάσμα: τό, (θλάω) σπάσιμον, σύντριμμα, πληγή, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 117, Διοσκ. 2. 200· πρβλ. φλάσμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θλάσμα) θλω
θλάση, σπάσιμο, σύντριμμα
αρχ.
πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη.