λιπαρόζωνος

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰρόζωνος Medium diacritics: λιπαρόζωνος Low diacritics: λιπαρόζωνος Capitals: ΛΙΠΑΡΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: liparózōnos Transliteration B: liparozōnos Transliteration C: liparozonos Beta Code: liparo/zwnos

English (LSJ)

ον, bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-ζωνος, ον ζώνη
bright-girdled, Eur.