λυγαῖος
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
α, ον, (λύγη) shadowy, murky, gloomy, νέφος S.Fr.525, E. Heracl.855; νυκτὸς ὄμμα λυγαίας Id.IT110, cf. A.R.2.1120; ἐσθής Lyc.973; εἱρκτή Id.351; θάλαμος IG12(8).92.10 (Imbros, ii/i B.C.). Adv. -αίως Eust.1756.28, Hsch. (-γαῶς cod.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sombre, obscur.
Étymologie: DELG v. ἠλύγη.
Russian (Dvoretsky)
λῡγαῖος: темный, мрачный (νύξ Soph.; νέφος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡγαῖος: -α, -ον, (λύγη) σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, νέφος Σοφ. Ἀποσπ. 471, Εὐρ. Ἡρακλ. 855· νυκτὸς ὄμμα λυγαίας ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 110, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1121· ἐσθὴς Λυκόφρ. 973, κτλ. ― Ὡσαύτως ἠλῠγαῖος, Ἐπίρρ. λυγαίως, σκοτεινῶς, ἀφανῶς, λεληθότως, Ἡσύχ., Σουΐδ., κλ. ΙΙ. Παρ’ Ἡσύχ. «λύγαια· τὰ περὶ ταῖς χερσὶ ψέλλια».
Greek Monolingual
(I)
λυγαῖος, -αία, -ον (Α) λύγη
1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία
ονομασία μιας πόας.
επίρρ...
λυγαίως (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως».
(II)
ο
ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων της οικογένειας lygaeidae.
Greek Monotonic
λῡγαῖος: -α, -ον (λύγη), σκιώδης, σκιερός, σκοτεινός, σε Ευρ.
Middle Liddell
λῡγαῖος, η, ον λύγη
shadowy, murky, gloomy, Eur.