μεταδαίνυμαι
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
fut. -δαίσομαι (v. infr.), share the feast, σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Il.22.498, cf. Od.18.48; partake of, c. gen. rei, ἵνα δὴ… μεταδαίσομαι ἱρῶν Il.23.207: abs., Q.S.2.157.
German (Pape)
[Seite 146] (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
French (Bailly abrégé)
prendre sa part d'un repas : τινί avec qqn.
Étymologie: μετά, δαίνυμαι, de δαίνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μεταδαίνυμαι: совместно пировать (τινι Hom.): μ. ἱρῶν Hom. принимать участие в жертвенной трапезе.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι· ἀποθ., εὐωχοῦμαι μετά τινος, οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Ἰλ. Χ. 498, πρβλ. Ὀδ. Σ. 48· μεταλαμβάνω, μετέχω τινός, μετὰ γεν. πράγμ., ἵνα δή... μεταδαίσομαι ἱρῶν Ἰλ. Ψ. 207· ἀπολύτ., Κόϊντ. Σμ. 2. 157. - Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταδαίσομαι· εὐωχηθήσομαι».
English (Autenrieth)
fut. μεταδαίσεται, aor. subj. μεταδαίσομαι: feast with, have a share in the feast, ἷρῶν, Il. 23.207.
Greek Monolingual
μεταδαίνυμαι (Α)
1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν», Ομ. Ιλ.)
2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].
Middle Liddell
fut. -δαίσομαι
Dep. to share the feast with another, c. dat., Hom.:— to partake of a thing, c. gen., Il.