μισότυφος

From LSJ
Revision as of 14:38, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσότῡφος Medium diacritics: μισότυφος Low diacritics: μισότυφος Capitals: ΜΙΣΟΤΥΦΟΣ
Transliteration A: misótyphos Transliteration B: misotyphos Transliteration C: misotyfos Beta Code: miso/tufos

English (LSJ)

ον, hating humbug, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait l'orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.

Greek Monolingual

μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνότυφος, φιλότυφος)].

Greek Monotonic

μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑσό-τῡφος, ον
hating arrogance, Luc.