μονόθεν

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόθεν Medium diacritics: μονόθεν Low diacritics: μονόθεν Capitals: ΜΟΝΟΘΕΝ
Transliteration A: monóthen Transliteration B: monothen Transliteration C: monothen Beta Code: mono/qen

English (LSJ)

Adv. A alone, singly, μοῦνος μουνόθεν Hdt.1.116 (v.l. μουνωθέντα). II on one side only, Sch.Arat.8.

German (Pape)

[Seite 203] allein, einzig, Schol. Arat. Phaen. 7.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'un seul côté.
Étymologie: μονός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μονόθεν: ион. μουνόθεν adv. наедине, в одиночестве Her.

Greek (Liddell-Scott)

μονόθεν: Ἐπίρρ., ἐξ ἑνὸς μέρους, μοῦνος μουνόθεν, ὁλομόναχος, Ἡρόδ. 1. 116.

Greek Monolingual

μονόθεν και ιων. τ. μουνόθεν (Α)
επίρρ.
1. από ένα μέρος
2. από τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρό-θεν)].

Greek Monotonic

μονόθεν: Ιων. μουν-, επίρρ., μόνο, μοναδικά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

alone, singly, Hdt.