οἶμαι
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
shorter form of οἴομαι (q.v.).
French (Bailly abrégé)
contr. att. p. οἴομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἶμαι: атт. стяж. = οἴομαι.
Greek (Liddell-Scott)
οἶμαι: συνηρ. ἐκ τοῦ οἴομαι, ὃ ἴδε.
English (Thayer)
(οἴομαι) contracted οἶμαι; (from Homer down); to suppose, think: followed by an accusative with an infinitive T omits the verse); by the infinitive alone, where the subjunctive and the objective are the same, ὅτι, ἡγέομαι, at the end.)
Greek Monolingual
οἶμαι (Α)
(συνηρ. τ.) βλ. οίομαι.
Greek Monotonic
οἶμαι: συνηρ. από το οἴομαι, βλ. αυτ.
Chinese
原文音譯:o‡omai 哀哦買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:可能
字義溯源:設想,期待,意思,想像,想,想要;源自(οἷος)*=這樣的)。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(3);約(1);腓(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 想(1) 雅1:7;
2) 想要(1) 腓1:17;
3) 我想(1) 約21:25