συνεγκλίνω

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγκλίνω Medium diacritics: συνεγκλίνω Low diacritics: συνεγκλίνω Capitals: ΣΥΝΕΓΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synenklínō Transliteration B: synenklinō Transliteration C: synegklino Beta Code: sunegkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], in Pass., A collapse completely, D.S.3.26. II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.

German (Pape)

[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.

Russian (Dvoretsky)

συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v.l. = συνεκκλίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνωκάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.

Greek Monolingual

Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].