φαλαντίας

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαντίας Medium diacritics: φαλαντίας Low diacritics: φαλαντίας Capitals: ΦΑΛΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: phalantías Transliteration B: phalantias Transliteration C: falantias Beta Code: falanti/as

English (LSJ)

ου, ὁ, bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v.l. bei Luc., Poll. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from φάλανθος
a bald man, Luc.