φαρκίς

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρκίς Medium diacritics: φαρκίς Low diacritics: φαρκίς Capitals: ΦΑΡΚΙΣ
Transliteration A: pharkís Transliteration B: pharkis Transliteration C: farkis Beta Code: farki/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, wrinkle, S.Fr.1108 (φαρμακίδα cod. Phot.), Erot. s.v. φαρκιδῶδες.

German (Pape)

[Seite 1255] ῖδος, ἡ, Runzel, Falte, Soph. bei Phot., der ἡ ἐκ τοῦ γήρως ῥυτίς erkl.

Russian (Dvoretsky)

φαρκίς: ῖδος ἡ морщина Soph.

Greek (Liddell-Scott)

φαρκίς: ῑδος, ἡ, «ῥυτὶς ἡ ἐκ τοῦ γήρως γινομένη» (Ἡσύχ.), Σοφ. Ἀποσπ. 955. [Ἴδε Δράκ. σ. 23, 45].

Greek Monolingual

-ῑδος, ἡ, Α
ρυτίδα, ζαρωματιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα bher- «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση -k- και επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. κηλ-ίς, σφραγ-ίς) και συνδέεται με το λιθουαν. brukis «βέλος». Η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «φορκόν
λευκόν, πολιόν, ῥυσόν» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. λ. φορκός)].

Frisk Etymology German

φαρκίς: -ῖδος
{pharkís}
Forms: Daneben φορκόν· λευκόν, πολιόν, ῥυσόν H.
Grammar: f.
Meaning: Runzel (S.Fr. 1108, Erot.)
Derivative: mit -ιδώδης runzelig (Hp. ap. Erot.), -ιδούμενοι· στυγνάζοντες H. (vom düsteren Anblick, eig. sich runzelnd).
Etymology: Unerklärt. Persson Beitr. 2, 859 erinnert an lat. fricāre abreiben, lit. brũkis Strich, Linie mit braũkti streichen, reiben mit weiterem Anschluß an ein Verb schneiden, spalten, bohren (s. φάρος). Im Sinn von ’λευκός, πολιός’ kann φορκός zu einem Verb für glänzen gehören, wozu u.a. got. bairhts, nengl. bright (WP. 2, 169f., Pok. 139ff.); aus der Bed. ’πολιός’ sekundär ’ῥυσός’ ?
Page 2,992