χαμερπής

From LSJ
Revision as of 16:54, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμερπής Medium diacritics: χαμερπής Low diacritics: χαμερπής Capitals: ΧΑΜΕΡΠΗΣ
Transliteration A: chamerpḗs Transliteration B: chamerpēs Transliteration C: chamerpis Beta Code: xamerph/s

English (LSJ)

ές, crawling on the ground, μέροπες App.Anth.3.146 (Theon); ζῷον Olymp.Alch. p.102 B., Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se traîne à terre, rampant.
Étymologie: χαμαί, ἕρπω.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμερπής: ползающий по земле (μέροπες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμερπής: -ές, γεν. έος, ὁ χαμαὶ ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι νήπιος εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έρπει, που σέρνεται καταγής
2. μτφ. (για πρόσ.) τιποτένιος, ποταπός, μικροπρεπής
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος»
2. μτφ. (για πράγμ.) α) ασήμαντος
β) εκκλ. εγκόσμιος.
επίρρ...
χαμερπώς / χαμερπῶς ΝΜΑ
με χαμερπή τρόπο, με ποταπό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ερπής (< ἕρπω)].

Greek Monotonic

χᾰμερπής: -ές, γεν. -έος (ἕρπω), αυτός που κυλιέται στο έδαφος, ταπεινός, σε Ανθ.

Middle Liddell

χᾰμ-ερπής, ές ἕρπω
creeping on the ground, grovelling, Anth.