χρυσεοπήνητος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον, with woof of gold, gold-inwoven, φάρεα E.Or.840 (lyr.); χρυσεοπήνητος γραφίς a line or thread of gold inwrought, AP5.275.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1379] mit goldenem Einschlagsfaden, mit Gold durchwirkt; φάρεα Eur. Or. 837; auch γραφίς Agath. 5 (V, 276).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tramé ou tissé en or, à la trame ou au tissu d'or.
Étymologie: χρυσός, πήνη.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοπήνητος: златотканный (φάρεα Eur.): τὸ κρήδεμνον χρυσεοπηνήτῳ λαμπόμενον γραφίδι Anth. головной платок, блистающий золотым шитьем.
Greek (Liddell-Scott)
χρυσεοπήνητος: -ον, χρυσοΰφαντος, φάρεα Εὐρ. Ὀρ. 840 χρ. γραφίς, χρυσόπλεκτος, ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον, Ἀνθ. Π. 5. 276.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσοπήνητος.
Greek Monotonic
χρῡσεοπήνητος: -ον (πήνη), αυτός που έχει ύφασμα από χρυσό, χρυσοΰφαντος, σε Ευρ.
Middle Liddell
χρῡσεο-πήνητος, ον, πήνη
with woof of gold, gold-inwoven, Eur.