ἀμφέρω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
v. ἀναφέρω.
Spanish (DGE)
v. ἀναφέρω.
German (Pape)
[Seite 133] = ἀναφέρω, ebenso ἀμφεύγω
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέρω: Pind., Aesch. = ἀναφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέρω: ἀμ-φεύγω, ποιητ. ἀντὶ ἀναφ-.
English (Slater)
ἀμφέρω bring up med., offer, yield ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38)
Greek Monolingual
ἀμφέρω (Α)
ποιητικός τύπος αντί αναφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφέρω, με αποκοπή και αφομοίωση].
Greek Monotonic
ἀμφέρω: ποιητ. αντί ἀναφέρω.