ἀνασκοπή

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκοπή Medium diacritics: ἀνασκοπή Low diacritics: ανασκοπή Capitals: ΑΝΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: anaskopḗ Transliteration B: anaskopē Transliteration C: anaskopi Beta Code: a)naskoph/

English (LSJ)

ἡ, consideration, Timo 61.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκοπή:рассмотрение, исследование Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.

Greek Monolingual

η (Α ἀνασκοπή)
1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση
2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός
αρχ.
σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι.