ἀνερμήνευτος

From LSJ
Revision as of 17:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερμήνευτος Medium diacritics: ἀνερμήνευτος Low diacritics: ανερμήνευτος Capitals: ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anermḗneutos Transliteration B: anermēneutos Transliteration C: anermineftos Beta Code: a)nermh/neutos

English (LSJ)

ον, A with none to interpret, E.Hyps.Fr.1 iv18. II inexplicable, indescribable, τῷ πέλας S.E.M.7.65; ὀδύνη Aristaenet. 2.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no es comprendido, ἄπολις ἀνερμήνευτος sin patria, sin nadie que le comprenda E.Fr.1.4.18 Bond.
2 indescifrable ὁ λόγος Corp.Herm.16.2
del ser imposible de explicar τῷ πέλας Gorg.B 3, ὀδύνη Aristaenet.2.5.19
incomprensible, sin interpretación de una palabra, Eust.1793.16
neutr. adv. ἀνερμήνευτα inexplicablemente τί χρῆμ' ἀ. δυσθυμῇ; ¿por qué tan inexplicablemente estás lleno de desánimo? E.Io 255.
II adv. -ως inexplicablemente γεννηθῆναι Cyr.S.V.Euthym.26.

German (Pape)

[Seite 226] unerklärt, unerklärlich, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερμήνευτος: необъяснимый (τινι Sext.; v.l. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμήνευτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἑρμηνεύσῃ, ἀνεξήγητος, ἀπερίγραπτος, τῷ πέλας Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 66· ὀδύνη Ἀρισταίν. 2. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμήνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται ερμηνεία, ανεξήγητος
2. ανέκφραστος, απερίγραπτος.