ἀποπρίω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ῑ], saw off, Hdt.4.65. AP11.14 (Ammian.); ὀστέον Hp.Fract.33:—Pass., Isid.Char.20, Plu.2.924b, prob. in Archil.122.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ-]
1 serrar ἀποπρίσας ... πᾶν τὸ ἔνερθε τῶν ὀφρύων ἐκκαθαίρει Hdt.4.65, ὀστέον Hp.Fract.33, Paul.Aeg.6.77, cf. AP 11.14 (Ammian.), en v. pas., Isid.Char.1, Plu.2.924b, Gal.10.429.
2 desollar πῶς ἀπεπρίσθη σκύτα; Archil.238.
German (Pape)
[Seite 320] (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.
French (Bailly abrégé)
enlever en sciant, scier.
Étymologie: ἀπό, πρίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπρίω:
I (ῑ) отпиливать (τι Her., Luc.; τμήματα ἀποπρισθέντα Plut.).
II imper. aor. к ἀποπρίασθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρίω: [ῑ], μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω διὰ τοῦ πρίονος, Ἡρόδ. 4. 65˙ -στέον Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 774: παθ., Πλούτ. 2. 924Β.
Greek Monolingual
ἀποπρίω (Α) πρίω
πριονίζω, κόβω με το πριόνι.
Greek Monotonic
ἀποπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω, αποκόπτω, αποχωρίζω με το πριόνι, σε Ηρόδ.
• ἀποπρίω: συνηρ. αντί ἀποπρίασο, βλ. ἀποπρίασθαι.
Middle Liddell
[see also the late form ἀποπρίζω
to saw off, Hdt., Anth.