ἄχολος
English (LSJ)
ον, A lacking gall, Hp.Prorrh.1.98; lacking a gall-bladder, ἧπαρ ἄ. Arist.HA506b2; τὰ μώνυχα ἄ. Id.PA677a33; deficient in bile (with allusion to signf. 2), Plot.4.4.28. 2 metaph., πόλιος τᾶς ἀχόλω Alc.37A, cf. Plu.Daed.2. II Act., allaying bile or anger, φάρμακον . . νηπενθές τ' ἄχολόν τε Od.4.221.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [lesb. gen. sg. ἀχόλω Alc.348]
1 de naturaleza no biliosa en términos puramente fisiológicos, de individuos, Hp.Coac.539, διαχώρησις Hp.Epid.4.15, cf. 2.3.1, Prorrh.1.98, Gal.16.720, Aret.SD 1.16.5
•de anim. que carece de bilis o vesícula biliar Arist.PA 677a33, en los elefantes ἧπαρ Arist.HA 506b2, πρόβατα ἄχολα frente a δίχολα Ael.NA 11.29, de un atún ἄστομος δὲ καὶ ἄ. Xenocr.8
•en sent. temperamental no bilioso, no colérico de una ciudad tiranizada πόλις ἄ. una ciudad sin agallas Alc.l.c., οἱ ἄχολοι Plot.4.4.28, ἄχολον ... τὴν γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς εἶναι συμβίωσιν que sea pacífica la convivencia entre hombre y mujer Plu.Fr.157.2.
2 que inhibe la bilis, e.e., que aplaca la cólera φάρμακον Od.4.221, cf. Thphr.HP 9.15.1.
German (Pape)
[Seite 419] ohne Galle, Arist. H. A. 2, 15; bei Hippocr. dem χολώδης entgeggstzt; φάρμακον, zornstillendes Mittel, Od. 4, 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui calme la bile, càd la colère.
Étymologie: ἀ, χόλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄχολος:
1) не имеющий желчи (ἧπαρ Arst.);
2) разгоняющий желчь, т. е. успокоительный (φάρμακον Hom.);
3) кроткий (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχολος: -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· ἧπαρ ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 (ἔνθα ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, φάρμακον... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, ἄκοπος ΙΙ. 2.
English (Autenrieth)
without wrath; νηπενθές τ' ἄχολόν τε, ‘cure for grief and gall,’ Od. 4.221†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄχολος, -ον) χόλος
1. αυτός που δεν έχει χολή
2. όποιος δεν οργίζεται εύκολα, πράος, ήρεμος
νεοελλ.
άκακος, αθώος («άχολο περιστέρι»)
αρχ.
1. εκείνος που εμποδίζει την υπερβολική έκκριση χολής
2. αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («φάρμακον.... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).
Greek Monotonic
ἄχολος: -ον, αυτός που καταπραΰνει τη χολή ή την οργή, σε Ομήρ. Οδ.