ἐμμενετικός
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
or ἐμμεν-ητικός, ή, όν, disposed to abide by, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Arist.EN1145b11, 1151b5; τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Stoic.ap.Stob.2.7.5b2: c.gen., ἕξις -ητικὴ νόμου Pl.Def.412b. Adv. -ητικῶς Chrysipp.Stoic.3.73.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἐμμενη- Pl.Def.412b, Chrysipp.Stoic.3.64.35
I 1que se mantiene firme en de pers. y abstr., c. dat. ἐ. τῷ λογισμῷ que se atiene a la razón op. ἐκστατικὸς τοῦ λογισμοῦ ‘que se aparta de la razón’, Arist.EN 1145b11, τῇ δόξῃ Arist.EN 1151b5, καρτερία δὲ ἐπιστήμη ἐ. τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Chrysipp.l.c., c. gen. ἕξις ἐ. νόμου Pl.l.c.
•que resiste ἐν τῷ πολέμῳ Sch.A.R.2.114b.
2 a lo que uno se aferra τὰ δὲ ... εὐφραίνοντι ἐμμενετικὰ τε καὶ ἀναπόβλητα Sch.Luc.VH 33.
II adv. -ῶς con firmeza, manteniéndose firme εἰ ... ποιεῖ ... τὰ δὲ ἐ. Chrysipp.Stoic.3.73.1.
German (Pape)
[Seite 808] ή, όν, bleibend in, beharrend bei Etwas, τῷ λογισμῷ, neben ἐγκρατής, Arist. Eth. 7, 1, 6. – Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμενετικός: неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμενετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ἐμμείνῃ εἴς τι, ὁ ἐμμένων, σταθερός, τῷ λογισμῷ, τῇ δόξῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 6, κ. ἀλλ.· τοῖς ὀρθῶς κριθεῖσι Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.
Greek Monolingual
ἐμμενετικός, -ή, -όν και ἐμμενητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που μένει σταθερός σε κάτι.