ἐπανακύπτω

From LSJ
Revision as of 19:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανακύπτω Medium diacritics: ἐπανακύπτω Low diacritics: επανακύπτω Capitals: ΕΠΑΝΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: epanakýptō Transliteration B: epanakyptō Transliteration C: epanakypto Beta Code: e)panaku/ptw

English (LSJ)

A have an upward slope, X.Eq.12.13. II rise up to thwart, ταῖς ἐλπίσιν τινός J.BJ1.31.1. 2 ἐπανέκυψε λόγος a new argument rose up, Plu.2.725c.

German (Pape)

[Seite 900] sich in die Höhe richten, Xen. de re equ. 12, 13; entgegenstehen, τινί, Ios.; Plut. Symp. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπανέκυψα;
se redresser en arrière, se relever ; fig. ἐπανέκυψε λόγος PLUT un nouvel argument vint à la rescousse.
Étymologie: ἐπί, ἀνακύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανακύπτω:
1) быть направленным вверх, подниматься: μικρὸν ἐπανακύπτουσα ἡ λόγχη Xen. немного приподнятое (острием) копье;
2) появляться, возникать: ἐπανέκυψε λόγος Plut. появился (новый) довод.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακύπτω: μέλλ. -ψω, τείνω πρὸς τὰ ἄνω, ἢν γά... μικρὸν ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῇ Ξεν. Ἱππ. 12. 13. ΙΙ. ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 31, 1. 2) ἐπανέκυψε λόγος, νέον ἐπιχείρημα παρουσιάσθη, Πλούτ. 2. 725Β.

Greek Monolingual

ἐπανακύπτω (Α) κύπτω
1. έχω ή σχηματίζω κλίση προς τα πάνω, τείνω προς τα πάνω («ἤν γάρ... ἐπανακύπτουσαν τὴν λόγχην ἀφῆ», Ξεν.)
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
3. φρ. «ἀνέκυψε λόγος» — προβλήθηκε νέο επιχείρημα (Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπανακύπτω: μέλ. -ψω, τείνω προς τα πάνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψω
to have an upward tendency, Xen.