ἐπιλαμπρύνω
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A make splendid, adorn, τὴν οἰκίαν, τὸν οἶκον, Phld.Piet.74, Plu. Lys.30; γένος τιμαῖς D.H.6.41. 2. of sound, make loud and clear, raise high, τὸν ἦχον Id.Comp.14; τὴν φωνήν, of frogs, Plu.2.912c.
German (Pape)
[Seite 956] glänzend, hell machen, schmücken, οἶκον, τράπεζαν, Plut. Lysand. 30 Cleom. 13; γένος τιμαῖς D. Hal. 6, 41. 9, 50; – τὴν φωνήν, die Stimme hell ertönen lassen, Plut. quaest. nat. 2; vgl. D. Hal. C. V. p. 166.
French (Bailly abrégé)
1 rendre brillant, parer, embellir, acc.;
2 rendre clair en parl. du son, de la voix.
Étymologie: ἐπί, λαμπρύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλαμπρύνω: (ῡ)1) делать великолепным, разукрашивать (τὸν οἶκον Plut.);
2) делать ясным, чистым: ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν Plut. их голос становится звонким.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλαμπρύνω: κάμνω τι λαμπρόν, κοσμῶ, τὸν οἶκον Πλουτ. Λύσανδ. 30· γένος τιμαῖς Διον. Ἁλ. 6. 41: - ἐπὶ ἤχου, καθιστῶ αὐτὸν εὐκρινῆ καὶ σαφῆ, οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἦχον ὁ αὐτ. π. Συνθ. σ. 77. 9· ἐπὶ φωνῆς, καθιστῶ αὐτὴν ὀξεῖαν, οἱ βάτραχοι, προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνὴν ὑπὸ χαρᾶς Πλούτ. 2. 912C.
Greek Monolingual
ἐπιλαμπρύνω (Α) λαμπρός
1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.)
3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπιλαμπρύνω: μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι λαμπρό, κοσμώ, στολίζω, σε Πλούτ.