ἑδώλιον
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
τό, A seat, mostly pl., abodes, πωλικά, νυμφικά, A.Th.455 (lyr.), Ch.71 (lyr.); ἀρχαιόπλουτα S.El.1393 (lyr.), cf. Fr. 566: Com. phrase, κριβάνων ἑ. Ar.Fr.155. II ἑδώλια, τά, in a ship, a raised quarter-deck at the stern, Hdt.1.24, S.Aj.1277, E.Cyc. 238, Hel.1571, Lyc.296; expld. as rowers' benches by Hsch., Suid., Eust.153.35. 2 sg., step of the mast, Arist.Mech.851a40. III in a theatre, semicircle of benches, Poll.4.132 (on the breathing, cf. EM317.9; ἐδ- in codd. of A.Th. l.c., E. ll.cc.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἐδ- EM 317.9G.
I 1morada, habitación en plu. πωλικὰ ἑδώλια A.Th.455, νυμφικὰ ἑδώλια A.Ch.71, ἀρχαιόπλουτα ... ἑδώλια S.El.1393, τὰ Τροίας ... ἑδώλια S.Fr.566.1.
2 emplazamiento, lugar propio de algo κριβάνων ἑδώλια emplazamiento de los hornos Ar.Fr.1, δένδρη ... ἐκλιπόνθ' ἑδώλια E.Fr.10.88P., γίνεται ὁ μὲν ἱστὸς μοχλός, ὑπομόχλιον δὲ τὸ ἑ. pues el mástil actúa como palanca y el lugar donde está colocado como brazo de la palanca Arist.Mech.851b1.
II como asiento
1 puente, cubierta de la nave Ἑλένη καθέζετ' ἐν μέσοις ἑδωλίοις E.Hel.1571, ἑ. ἡ τῆς νηὸς κληΐς Eust.153.36, en plu. Hsch., Sud.
•frec. en plu. mismo sent. Ἀρίονα ... στάντα ἐν ... τοῖσι ἑδωλίοισι ἀεῖσαι Hdt.1.24, ναυτικὰ ἑδώλια S.Ai.1277, ἐς θἀδώλια τῆς ναός E.Cyc.238, πυκνοὶ κυβιστητῆρες ἐξ ἑδωλίων πηδῶντες Lyc.296
•sg. EM 455.6G.
2 semicírculo de asientos en el teatro, Poll.4.132.
German (Pape)
[Seite 717] τό (ἕδος), Sitz, Aufenthalt, Wohnung, nur im plur.; πωλικά, νυμφικά, Aesch. Spt. 436 Ch. 69; ἀρχαιόπλουτα Soph. El. 1385, von Suid. ἑδράσματα, οἰκήματα erkl.; ναυτικά Soph. Ai. 1256, Schol. σανιδώματα, Schiffsgebälk; Ruderbänke, Eur. Hel. 1571; στάντα ἐν τοῖς ἑδωλίοισι, auf dem Verdeck, Her. 1, 24; Suid. erkl. ὑποστρώματα. Nach Poll. 4, 132 Sitze im Theater.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ ἑδώλια;
siège, d'où
1 banc de rameurs, ou p.-ê. sorte de pont sur un navire;
2 siège, résidence.
Étymologie: ἕδος.
Russian (Dvoretsky)
ἑδώλιον: τό
1) pl. местопребывание, жилище (νυμφικά Aesch.; πατρός Soph.): πωλικὰ ἑδώλια Aesch. девичьи покои;
2) pl. скамьи для гребцов Soph.;
3) pl. палуба Her., Eur.;
4) основание, низ (ἱστοῦ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑδώλιον: τό, (ἕδος), κάθισμα, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ὡς τὸ ἕδρανα, ἐνδιαιτήματα, οἰκητήρια, Αἰσχύλ. Θήβ. 455, Χο. 71, Σοφ. Ἠλ. 1393· Κωμ. φράσις, κριβάνων ἑδ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 199. ΙΙ. ἐν πλοίῳ, ἑδώλια ἑρμηνεύονται ὡς σημαίνοντα τὰ τῶν κωπηλατῶν καθίσματα, Λατ. transtra, ἑδώλια, ἑδράσματα, Σουΐδ., Εὐστ. κλ., ἀλλ’ ἐν Ἡροδ. 1. 24, ἔνθα ὁ Ἀρίων ᾄδει ἱστάμενος, ἐν τοῖσι ἑδωλίοισι, πρέπει νὰ σημαίνῃ εἶδος ὑψηλοτέρου καταστρώματος κατὰ τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου· καὶ ἡ φράσις ἄκρα ἑδώλια ἐμφαίνει τοιοῦτόν τι, Σοφ. Αἴ. 1277, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ὡσαύτως καὶ τὸ: Ἑλένη καθέζετ’ ἐν μέσοις ἑδωλίοις Εὐρ. Ἑλ. 1571· καὶ ἄνθρωπος δεδεμένος χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλλεται, εἰς θἀδώλια τῆς νηὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 238. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ, ἱστοδόκη, ἱστοθήκη, Ἀριστ. Μηχαν. 6. ΙΙΙ. ἐν τῷ θεάτρῳ ἡμικύκλιον καθισμάτων, Λατ. fori, Πολυδ. Δ΄, 132.
Greek Monotonic
ἑδώλιον: τό (ἕδος),
I. κάθισμα, κυρίως στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. σ' ένα πλοίο, ἑδώλια είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
ἑδώλιον, ου, τό, ἕδος
I. a seat, mostly in plural, abodes, Aesch., Soph.
II. in a ship, ἑδώλια are the rowingbenches, or rather a half-deck, Hdt., Soph., Eur.