Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱματισμός

From LSJ
Revision as of 21:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτισμός Medium diacritics: ἱματισμός Low diacritics: ιματισμός Capitals: ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: himatismós Transliteration B: himatismos Transliteration C: imatismos Beta Code: i(matismo/s

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.

English (Strong)

from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.

Greek Monotonic

ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ἱμᾰτισμός, ὁ, ἱματίζω
clothing, apparel, Theophr.

Chinese

原文音譯:ƒmatismÒj 希馬提士摩士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:衣服(著)
字義溯源:服裝,服飾,衣服,裏衣,華麗衣服;源自(ἱματίζω)=穿上服裝);而 (ἱματίζω)出自(ἱμάτιον)=衣裳), (ἱμάτιον)出自(ἔννομος)X*=穿著)。參讀 (ἔνδυμα)同義字參讀 (ἱμάτιον)同源字
出現次數:總共(6);太(1);路(2);約(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 衣服(3) 路7:25; 路9:29; 徒20:33;
2) 裏衣(2) 太27:35; 約19:24;
3) 華麗衣服(1) 提前2:9