ὑπαλεύομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
aor. ὑπαλεύασθαι, = ὑπαλύσκω, ὑπαλευάμενος θάνατον Od.15.275, cf. Hes.Op.557; ὑπαλεύεο φήμην ib.760: cf. ὑπαλύσκω.
German (Pape)
[Seite 1181] (s. ἀλεύω), dep. med., vermeiden, darunter weg entkommen, entfliehen; gew. aor., ὑπαλευάμενος θάνατον Od. 15, 275; vgl. Hes. O. 559. 762 u. ὑπαλύσκω.
French (Bailly abrégé)
ao. part. ὑπαλευάμενος;
éviter en se dérobant.
Étymologie: ὑπό, ἀλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰλεύομαι: (2 л. sing. imper. aor. ὑπαλεύεο) избегать, уклоняться (τι Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰλεύομαι: ἀόρ. ὑπαλεύασθαι· (ἀλεύω)· ― Ἐπικ. Ἀποθ., ὑπαλύσκω, ὑπεκφεύγω, τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ Κᾶρα μέλαιναν, φεύγω Ὀδ. Ο. 275, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 555· ὑπαλεύεο φήμην αὐτόθι 758, πρβλ. ὑπαλύσκω.
English (Autenrieth)
aor. part. ὑπαλευάμενος: avoid, evade, Od. 15.275†.
Greek Monolingual
Α
διαφεύγω, ξεφεύγω («τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν φεύγω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλεύομαι «απομακρύνομαι»].
Greek Monotonic
ὑπᾰλεύομαι: (ἀλεύω), Επικ. αποθ., = ὑπαλύσκω, ὑπαλευάμενος θάνατον (μτχ. αόρ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.· ὑπαλεύεο φήμην (απρόσ.), σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἀλεύω = ὑπαλύσκω
epic Dep. ὑπαλευάμενος θάνατον Od.; ὑπαλεύεο φήμην (imperat.) Hes.