ὁμιλητός
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ή, όν, A with whom one may converse or with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος A.Th.189. II τὸ ὁμιλητόν = conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.
German (Pape)
[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
avec qui l'on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.
Greek Monotonic
ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.