ὁμιλητός

From LSJ
Revision as of 21:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλητός Medium diacritics: ὁμιλητός Low diacritics: ομιλητός Capitals: ΟΜΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: homilētós Transliteration B: homilētos Transliteration C: omilitos Beta Code: o(milhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A with whom one may converse or with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος A.Th.189. II τὸ ὁμιλητόν = conversation, social intercourse, Herm.in Phdr.p.183A.

German (Pape)

[Seite 331] mit dem man umgehen, verkehren kann, οὐχ ὁμιλητός, dem man nicht nahen darf, wild, furchtbar, οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, Aesch. Spt. 171.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
avec qui l'on peut lier commerce, sociable.
Étymologie: ὁμιλέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμῑλητός: общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν θράσος Aesch. невыносимое высокомерие.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμῑλητός: -ή, -όν, ὁ μεθ' οὗ τις δύναται νὰ ἔλθῃ εἰς ὁμιλίαν, νὰ συναναστραφῇ, οὐχ ὁμ. θράσος Αἰσχύλ. Θήβ. 189.

Greek Monotonic

ὁμῑλητός: -ή, -όν (ὁμιλέω), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί κάποιος, οὐχ ὁμιλητός, απρόσιτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὁμῑλητός, ή, όν ὁμιλέω
with whom one may consort, οὐχ ὁμιλητός unapproachable, Aesch.