ὑποχώρησις

Revision as of 08:45, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

English (LSJ)

εως, ἡ,
A retirement, retreat, πεδιναὶ ὑποχωρήσεις = retirements by the plains, Plb.1.34.8; πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑποχώρησιν = make one's retreat by sea, Id.1.28.9; αἰδὼς τολμήσεως ὑποχώρησις Pl.Def.412c.
b ebb of the tide, Aristid.Quint.3.7 (pl.).
c cession of property, POxy.67.20 (iv A. D.).
2 retiring place, retreat, Luc.Hipp.5, CIG3705 (Apollonia ad Rhyndacum).
II ὑποχώρησις τῆς γαστρός = an evacuation of the bowels by stool, Hp. Morb.3.16, Gal.6.649: abs., Hp.Aph.4.83, Epid.7.3,5, Dieuch. ap. Orib.4.7.15, Mnesith. ap. Orib.8.38.3.
III the vent, Arist.HA594a13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de se retirer :
1 mouvement de retrait (d'une terre);
2 retraite (d'une armée);
3 t. de méd. évacuation par le bas, selle;
II. lieu de retraite.
Étymologie: ὑποχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχώρησις: εως ἡ
1) отход, отступление: τὴν πελαγίαν ὑποχώρησιν ποιεῖσθαι Polyb. отступать морским путем;
2) убежище или комната Luc.;
3) физиол. выделение, преимущ. экскременты Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχώρησις: -εως, ἡ, τὸ ὑποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὀπισθοδρόμησις, ὑποχ. πεδιναί, τῆς ξηρᾶς, Πολύβ. 1. 34, 8· πελαγίαν ποιεῖσθαι τὴν ὑπ., ὑποχωρεῖν διὰ θαλάσσης, αὐτόθι 28. 9· ὑπ. τολμήσεως Πλάτ. Ὅρ. 412C. 2) τόπος εἰς ὃν καταφεύγει ὁ ὑποχωρῶν, καταφύγιον, Λουκ. Ἱππ. 5, Συλλ. Ἐπιγραφ. 3705. ΙΙ. ὑπ. τῆς γαστρός, κένωσις τῆς κοιλίας κάτωθεν, Ἱππ. 1208D· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 4, 2· πρβλ. ὑποχώρημα.

Greek Monotonic

ὑποχώρησις: -εως, ἡ,
1. οπισθοχώρηση, απόσυρση, αποχώρηση, τράβηγμα, οπισθοδρόμηση, σε Πολύβ.
2. άσυλο, καταφύγιο, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑποχώρησις, εως,
1. a going back, retirement, retreat, Polyb.
2. a retiring-place, retreat, Luc.