τρυφάλη
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς, v. τροφαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].