ἀστραφής

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰφής Medium diacritics: ἀστραφής Low diacritics: αστραφής Capitals: ΑΣΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: astraphḗs Transliteration B: astraphēs Transliteration C: astrafis Beta Code: a)strafh/s

English (LSJ)

ές, A = ἄστρεπτος 1.2, S.Fr.418; fixed, immovable, IG2.1054f20. II = ἄστρεπτος II, πύλαι Epic. ap. Aristid.Or.49(25).4.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [dat. ép. ἀστραφέεσσι Aristid.Or.49.4 (= GDRK S 2)]
1 rígido, que no se dobla s. cont., S.Fr.418, ἐμπόλια IG 22.1675.21 (IV a.C.).
2 que ya no puede girar ἀστραφέεσσι πύλῃσιν ἐπ' αὐτῇσιν de las puertas del Hades que no giran sobre sus goznes para volverse a abrir Aristid.l.c.

German (Pape)

[Seite 377] ές, = folgdm, Soph. frg. 367 bei Hesych., = σκληρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰφής: ές = τῷ ἑπομ., ἐν σημασίᾳ Ι. 3, Σοφ. Ἀποσπ. 367: ― ὡσαύτως ἐν σημασίᾳ ΙΙ, πύλαι Ἀριστείδ. 1. 310· παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀστρεφής, ές (ἀστραφής, ές, Schmidt).

Greek Monolingual

ἀστραφής, -ές (Α) στρέφω
1. αμετακίνητος, ακλόνητος
2. εκείνος από τον οποίο δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής («ἀστραφεῖς πύλαι»).

Greek Monotonic

ἀστρᾰφής: -ές (στρέφω), = το επόμ., σε Σοφ.