Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνακολουθώ

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῖ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῦσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).