νευρορραφέω

From LSJ
Revision as of 14:47, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρορραφέω Medium diacritics: νευρορραφέω Low diacritics: νευρορραφέω Capitals: ΝΕΥΡΟΡΡΑΦΕΩ
Transliteration A: neurorraphéō Transliteration B: neurorrapheō Transliteration C: nevrorrafeo Beta Code: neurorrafe/w

English (LSJ)

v. νευροραφέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.

Greek (Liddell-Scott)

νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.

Russian (Dvoretsky)

νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или сшивать зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).

Middle Liddell

νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.