πρόσληψις

From LSJ
Revision as of 15:25, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσληψις Medium diacritics: πρόσληψις Low diacritics: πρόσληψις Capitals: ΠΡΟΣΛΗΨΙΣ
Transliteration A: próslēpsis Transliteration B: proslēpsis Transliteration C: proslipsis Beta Code: pro/slhyis

English (LSJ)

εως, ἡ, A taking in addition, λόγου Pl.Tht.210a, cf. Hermog.Id.1.11; ἀορίστου ib.2.6, Aristid.Rh.1pp.473,534S.; τοῦ ἄρθρου, τοῦ ῑ, A.D.Synt.170.3, Pron.87.13. 2 acquisition, δυνάμεως, τοῦ εὐδαίμονος, J.AJ17.1.2, 18.9.6; μείζονος τιμῆς Anon.Trop.23. b rise in rank by acquisition of catoecic land, προσλήψεως στέφανος PTeb.61 (b).254 (ii B.C.). 3 enrolment, εἰς τὸ ταγματικόν PTheb.Bank8.4 (ii B.C.). II additional assumption, διὰ προσλήψεως Arist.APr.58b9 (dub.); κατὰ πρόσληψιν Thphr. ap. Alex.Aphr. in APr.378.14, Phlp. in APr.416.24; ἐνθύμημα γίνεται . . κατὰ πρόσληψιν Aps.Rh.p.288 H.: specifically, π., ἡ, minor premiss, Crinis Stoic.3.269, Plu.2.387c, A.D.Conj.250.21, S.E. P.2.149, D.L.7.82; ἐν προσλήψει A.D.Conj.250.18.

German (Pape)

[Seite 772] ἡ, 1) das Dazunehmen, λόγου, Plat. Theaet. 210 a. – 2) im Syllogismus der zweite, zum Vordersatz hinzugenommene Satz, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; assumptio, Cic. de divin. 2, 53; D. L. 7, 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
t. de log. assomption ou mineure d'un raisonnement.
Étymologie: προσλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσληψις -εως, ἡ [προσλαμβάνω] toevoeging.

Russian (Dvoretsky)

πρόσληψις: εως ἡ
1) присоединение, добавление (λόγου Plat.);
2) принятие (в свой состав), допущение NT;
3) лог. допущение, т. е. меньшая посылка Arst., Plut., Diog. L.

English (Strong)

from προσλαμβάνω; admission: receiving.

English (Thayer)

(L T Tr WH πρόσλημψις, see Mu), προσληψεως, ἡ (προσλαμβάνω), Vulg. assumptio, a receiving: τίνος, into the kingdom of God, Plato, others.))

Greek (Liddell-Scott)

πρόσληψις: ἡ, τὸ προσλαμβανόμενον, ὑπόθεσις, Πλάτ. Θεαίτ. 210Α, Γραμμ. 2) ἡ ἐλάσσων πρότασις τοῦ συλλογισμοῦ, Λατ. assumption, Πλούτ. 2. 386C, Διογ. Λ. 7. 82· πρβλ. Orelli Cic. Divin. 2. 53· τοῦτο ἐκλήθη κατὰ πρόσληψιν πρῶτον ὑπὸ Θεοφρ., Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 189b. 43· περὶ τοῦ ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 2. 5, 13, «διὰ προσλήψεως δ’ ἔστιν» ἴδε Waiz Orig. 1. 495.

Chinese

原文音譯:prÒslhyij 普羅士-累普西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-得(著)
字義溯源:收納,領受,接受;源自(προσαναλαμβάνω / προσλαμβάνω)=接受);由(πρός)=向著)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 收納(1) 羅11:15

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προσλαμβάνω → πρός + λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.