πανούργημα

From LSJ
Revision as of 08:48, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνούργημα Medium diacritics: πανούργημα Low diacritics: πανούργημα Capitals: ΠΑΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: panoúrgēma Transliteration B: panourgēma Transliteration C: panoyrgima Beta Code: panou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, knavish trick, villainy, S.El.1387 (lyr.), LXX Si.1.6 (v.l.); sophistry, Gal.5.251; cf. πανούργευμα.

German (Pape)

[Seite 461] τό, = πανούργευμα, Soph. El. 1387 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de fourberie ou de méchanceté.
Étymologie: πανουργέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανούργημα -ατος, τό [πανουργέω] misdaad.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνούργημα: ατος τό коварный поступок, коварство Soph.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνούργημα: τό, πανοῦργον ἔργον, τέχνασμα, ἀπάτη, Σοφ. Ἡλ. 1387.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πανουργώ
πονηρό έργο, δόλιο τέχνασμα, απάτη («τὸ μέντοι πανούργημα φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν», Φίλ.)
αρχ.
σόφισμα, σοφιστεία.

Greek Monotonic

πᾰνούργημα: -ατος, τό, πανούργο τέχνασμα, απάτη, σε Σοφ.

Middle Liddell

πᾰνούργημα, ατος, τό,
a knavish trick, villany, Soph.