ἐμβαθύνω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
A make deep, hollow out, βόθρια Alciphr.3.13; cause to sink deep in, κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e. II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18,341; sink deep in, εἰς κάθισιν LXX Je.30.8 (49.30).
Spanish (DGE)
I tr.
1 excavar, cavar βοθρία Alciphr.2.10.1, ἐμβαθύνοντες αὔλακας trazando surcos Chrys.M.50.708.
2 hundir ἐμβαθῦναι ταῖς πλευραῖς τὸ ἔγχος Eust.854.35
•fig., c. ac. de abstr. hundir en lo más profundo, interiorizar ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e, ἑκάστῃ λέξει τοῦ ψαλμοῦ τὸν νοῦν ἐμβαθύνας Eus.DE 10.8, βουλόμενος ... ἐμβαθῦναι τὴν πίστιν αὐτῶν ὁ Χριστός Chrys.M.59.296, cf. Ast.Soph.Hom.21.33.
3 lit. incluir, encajar ἐμβαθῦναι τὴν ... Πηνελόπην τῷ σχηματισμῷ τοῦ νοήματος en una interpretación alegórica de la Odisea, Eust.1808.4.
II intr.
1 penetrar, hundirse ὁ ποῦς ... ἐμβαθύνει εἰς τὴν ἰλύν el pie se hunde en el barro Phlp.in de An.588.37, cf. Eust.767.11
•tb. en v. med. ἵν' ὑετοὶ ... ἐμβαθυνόμενοι καρποφορίαν ἀποδόσωσιν Ath.Al.M.28.148B.
2 fig. sumergirse, profundizar en, tratar o reflexionar en profundidad acerca de c. dat. de abstr. τοῖς νόμοις Ph.1.18, αὐταῖς (ταῖς ἐπιστήμαις) Ph.1.341, τῷ λόγῳ Origenes M.12.56D, cf. Gr.Nyss.Apoll.233.16, τοῖς σκυθρωποῖς Gr.Nyss.Flacill.482.27, τοῖς περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δόγμασι Cyr.Al.M.77.1241A
•crist. peyor. enfrascarse en, estar inmerso en c. dat. de abstr. τῇ κακίᾳ Basil.M.29.313A, ταῖς ματαίαις ἐπιθυμίαις Gr.Nyss.Eun.3.2.91, cf. M.44.1223D, ταῖς σωματικαῖς ἀσχολίαις Procop.Gaz.M.87.1673B
•c. giro prep. ἐν μυρίαις φροντίσι ... τῆς ψυχῆς ἐμβαθυνούσης Gr.Nyss.M.44.1168C, cf. M.60.698.
German (Pape)
[Seite 803] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.
French (Bailly abrégé)
rendre profond, creuser.
Étymologie: ἐν, βαθύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰθύνω: досл. углублять, перен. глубоко внедрять (τὴν κακίαν ἑαυτῷ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβᾰθύνω: κάμνω τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ εἰς βάθος, ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., εἰσέρχομαι βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(AM ἐμβαθύνω)
1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω
2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη
αρχ.
1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο
2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω.