ὑποτειχίζω
From LSJ
English (LSJ)
build a wall under or so as to intercept, build a crosswall, Th.6.99, App.Ill.19.
French (Bailly abrégé)
fortifier au-dessous par un mur, construire un mur de soutien.
Étymologie: ὑπό, τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτειχίζω: подстраивать, строить контрукрепление: ὑ., ᾗ οἱ πολέμιοι ἔμελλον ἄξειν τὸ τεῖχος Thuc. строить свои укрепления там, где неприятели собрались возвести свои.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτειχίζω: κτίζω τεῖχος ὑποκάτω πρὸς ἀποκλεισμόν, κτίζω τεῖχος ἐγκάρσιον, Θουκ. 6. 99, Ἀππ. Ἰλλυρ. 19.
Greek Monolingual
Α τειχίζω
χτίζω εγκάρσιο τείχος.
Greek Monotonic
ὑποτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κτίζω τείχος από κάτω για αποκλεισμό ή κατά πλάτος, διαγωνίως, κτίζω ένα εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to build a wall under or across, build a cross-wall, Thuc.