ὑφάντης
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ου, ὁ, weaver, Pl.Phd.87b, R. 369d, Arist.Pol.1291a13, LXX Ex.26.1, PCair.Zen.80.10 (iii B. C.), etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑφάντης: ου ὁ ὑφαίνω ткач Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφάντης: -ου, ὁ, ὁ ὑφαίνων, Πλάτ. Φαίδρ. 87Β, Πολ. 369D, κ. ἀλλ.· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. υφάντρια και υφάντρα, ΜΑ
βλ. υφαντής.
ο, θηλ. ὑφάντρια και υφάντρα / ὑφάντης, θηλ. ὑφάντρια και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. φάντρα Ν υφαίνω
τεχνίτης ειδικός στην υφαντική
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών της Αφρικής
μσν.
(στο Βυζάντιο) μτφ. η αράχνη.
Greek Monotonic
ὑφάντης: -ου, ὁ (ὑφαίνω), υφαντής, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑφάντης, ου, ὁ, ὑφαίνω
a weaver, Plat.