συνωθέω
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
A force together, compress forcibly, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.Ti.58b; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις . . σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti.59e; συνωσθεῖσα ib.85e; εἰς μικρόν Arist.Resp.479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Thphr.Vent.2, cf. 53. 2 help to propel, βολήν App.Hann.22. II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir.838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr.171 (nisi leg. ὁρμῆσαι).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συνωθήσω ou συνώσω, ao. συνέωσα, etc.
pousser ou presser ensemble, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: σύν, ὠθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωθέω samendrukken, samenpersen; met εἰς + acc., met πρός + acc. in of op een plaats:. ἐς τὸ πῦρ in het vuur Luc. 55.26; τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα συνωθεῖν de kleine dingen samenpersen in de lege tussenruimtes tussen de grote dingen Plat. Tim. 58b.
Russian (Dvoretsky)
συνωθέω: (fut. συνωθήσω и συνώσω, aor. συνέωσα)
1) сталкивать вместе, скучивать, сгонять, загонять, оттеснять (εἴς τι Xen., Plat., Arst.; πρὸς τὸν ποταμόν Polyb.);
2) прокладывать себе путь, врываться Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ ὁμοῦ, στρυμώνω, σπρώχνω ὁμοῦ, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν αὐτόθι 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα αὐτόθι 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας διέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.
Greek Monotonic
συνωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω μαζί, στριμώχνω ασκώντας πίεση, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω
to force together, compress forcibly, Xen.
German (Pape)
(ὠθέω), mit, zugleich, zusammenstoßen, -drängen; πάλιν εἰς ταὐτόν, Plat. Tim. 53a, und öfter in diesem Gespräch; ξυνέωσται, 59e; ξυνωσθεῖσα, 60e; ξυνέωσαν ἄελλαι ἡμέας, Ap.Rh. 4.1251; συνωθοῖντο πρὸς τὸν ποταμόν, Pol. 3.74.2.