ἁρμόττω

Revision as of 16:41, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.

Spanish (DGE)

ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἥρμοττον;
c. ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόττω: = ἁρμόζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.

Greek Monotonic

ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.

Mantoulidis Etymological

(=συνδέω, ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω, μέ θέμα ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → ἁρμόττω μέ τροπή τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί ἁρμόζω μέ τροπή τοῦ γ + j σέ ζ.
Παράγωγα: ἁρμή, ἁρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, ἀναπροσαρμογή, ἐφαρμογή, ἁρμόδιος, ἁρμοδίως, ἁρμοζόντως, ἁρμονία, ἁρμονικός, ἅρμοσις, ἅρμοσμα, ἁρμοστέον, ἁρμοστήρ, ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρτη σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), ἁρμοστικός, ἁρμοστός, εὐάρμοστος, ἀνάρμοστος, ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, συναρμοστέον, ἁρμόστωρ (=κυβερνήτης).

German (Pape)

att. = ἁρμόσσω, für ἁρμόζω.