συνθραύω
English (LSJ)
break in pieces, shiver, E.Or.1569, Plu.Arist.18; crumble, ἄρτον Gp.9.23.5:—Pass., X.Ages.2.14, Plb.8.5.11, etc.
French (Bailly abrégé)
briser, broyer, fracasser.
Étymologie: σύν, θραύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θραύω geheel verbrijzelen, met acc.
Russian (Dvoretsky)
συνθραύω: разбивать, сокрушать, ломать (κρᾶτα Eur.; τὰ δοράτια Plut.): ἐξ οὗ συνέβαινε συνθραύεσθαι τοὔργανον Polyb. вследствие этого сломалась машина.
Greek (Liddell-Scott)
συνθραύω: συντρίβω, κατασυντρίβω, Εὐρ. Ὀρ. 1569, Πλουτ. Ἀριστείδ. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 989-91. ― Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 2, 14, Πολύβ. 8. 7, 11, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ, και συνθλαύω Α
σπάζω, συντρίβω εντελώς
μσν.
(σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»].
Greek Monotonic
συνθραύω: μέλ. -σω, θρυμματίζω, συντρίβω, κομματιάζω, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to break in pieces, shiver, Eur.
German (Pape)
(θραύω), mit od. zusammenbrechen, zerschlagen; κρᾶτα θριγκῷ, Eur. Or. 1569; Pol. 8.7.11; Plut. Aristid. 18.