νομαδικός

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομαδικός Medium diacritics: νομαδικός Low diacritics: νομαδικός Capitals: ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: nomadikós Transliteration B: nomadikos Transliteration C: nomadikos Beta Code: nomadiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a herdsman's life, pastoral, βίος Arist.Pol.1256b1, Dicaearch. ap. Porph.Abst. 4.2; ν. διασκευή Plb.8.29.7; γένη Scymn.81; also of flying insects, roving, wandering, ὁ βίος ν. Arist.PA682b7. Adv. -κῶς like nomads, Str.2.1.17; ν. καὶ Σκυθικῶς Id.11.8.7. II as pr. n., Numidian, ἱππεῖς Plb.1.19.2; ἀλεκτρυών Luc.Nav.23.

Russian (Dvoretsky)

νομᾰδικός: пастушеский, скотоводческий, т. е. кочевой (βίος Arst.; διασκευή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

νομᾰδικός: -ή, -όν, (νομὰς) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀνήκων εἰς νομάδας, βίος Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 8 ν. διασκευὴ Πολύβ. 8. 31, 7· ἐπί τινων πτηνῶν, «τῶν πτηνῶν ὧν μέν ἐστιν ὁ βίος νομαδικὸς καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖον ἐκτοπίζειν, τετράπτερά τέ ἐστι καὶ τὸν τοῦ σώματος ἔχει κοῦφον ὄγκον, οἷον αἵ τε μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις» Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νομάδων, Στράβ. 75 καὶ 513, κτλ. 2) ὁ ἐκ Νουμιδίας, Πολύβ. 1, 19, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. νομὰς Ι. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νομαδικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῦτοι σχεδὸν εἰσὶν... νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για έντομα ή πτηνά) αυτός που περιπλανιέται, αποδημητικός («τῶν πτηνῶν ὧν μὲν ἐστὶν ὁ βίος νομαδικὸς καὶ διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖον ἐκτοπίζειν», Αριστοτ.)
2. αυτός που κατάγεται από την Νουμιδία.
επίρρ...
νομαδικώς και -ά (Α νομαδικῶς)
όπως οι νομάδες, κατά τον τρόπο τών νομάδων, με περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, -άδος + κατάλ. -ικός].

Greek Monotonic

νομᾰδικός: -ή, -όν (νομάς
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη ζωή βοσκού, νομαδικός, ποιμενικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των νομάδων, σε Στράβ.
2. αυτός που προέρχεται από τη Νουμιδία (αρχ. περιοχή της
Β. Αφρικής, που σήμερα καλύπτεται από την Αλγερία), σε Πολύβ.

Middle Liddell

νομᾰδικός, ή, όν νομάς
1. of or for a herdsman's life, nomadic, pastoral, Arist.:—adv. -κῶς, like Nomads, Strab.
2. Numidian, Polyb.

German (Pape)

zum Hirtenleben gehörig, nomadisch; βίος, das nomadische Leben der Hirtenvölker, Arist. part. an. 4.6; διασκευή, Pol. 8.31.7.
• Adv. νομαδικῶς, Strab. II.127, nach Nomadenart.