Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διετήσιος

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διετήσιος Medium diacritics: διετήσιος Low diacritics: διετήσιος Capitals: ΔΙΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: dietḗsios Transliteration B: dietēsios Transliteration C: dietisios Beta Code: dieth/sios

English (LSJ)

ον, lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. -ίως Ar.Fr.766.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure toute l'année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d'un bout à l'autre de l'année.
Étymologie: διά, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.

Greek Monolingual

διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.

Greek Monotonic

διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.

Middle Liddell

adj
lasting through the year, Lat. perennis, Thuc.

German (Pape)

das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ θυσίαι Thuc. 2.38; Dion.Hal. 1.32. – Aber B.A. 35 wird das adv. aus Thuc. und Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καθ' ἕκαστον ἔτος.