λογοθέτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, auditor, BGU77.10 (ii A.D.), al., Cod.Just.10.30.4, Procop.Arc.8, al.
Greek (Liddell-Scott)
λογοθέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀκούων ἢ ἐξετάζων λογαριασμόν· - ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἀρχιγραμματεὺς τῆς αὐτοκρατορίας. - Περὶ ἀμφοτέρων τούτων τῶν σημασιῶν ὅρα Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ο (AM λογοθέτης)
νεοελλ.
φρ. (ως τιμητικός τίτλος λαϊκών προσώπων) «άρχων μέγας λογοθέτης» — πατριαρχικό αξίωμα, ανώτατος αξιωματούχος τών πατριαρχείων
μσν.
1. ο αρχιγραμματέας της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου
2. ο γενικός λογιστής του δημόσιου ταμείου της αυτοκρατορίας
3. υπουργός (α. «λογοθέτης του δρόμου» — υπουργός τών Ταχυδρομείων
β. «μέγας λογοθέτης» — υπουργός τών Εξωτερικών
γ. «λογοθέτης του Γενικοῦ» — υπουργός τών Οικονομικών)
4. αξίωμα, οφίκιο στη βυζαντινή Αυλή, ανώτερος αυλικός
5. ανώτερος αξιωματούχος στο πριγκιπάτο του Μορέως
6. τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ο πρώτος ή ο τρίτος στη σειρά βογιάρος του διβανίου
7. οφίκιο, εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
8. τιτλούχος μητρόπολης
9. φρ. α) «λογοθέτης τών σεκρέτων» — ανώτατος Βυζαντινός αξιωματούχος που έπαιζε ρόλο πρωθυπουργού
β) «μέγας λογοθέτης» — τίτλος που αντικατέστησε εκείνον του λογοθέτη τών σεκρέτων και στις αρμοδιότητες του οποίου συμπεριλήφθηκαν και οι αρμοδιότητες του λογοθέτη του δρόμου
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούει ή ελέγχει λογαριασμούς, λογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -θέτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα θε- του τί-θη-μι), πρβλ. αγωνοθέτης, ταξιθέτης.
German (Pape)
ὁ, der die Rechnung Abfordernde und Prüfende, Sp., vgl. Phryn. 210; am byzantinischen Hofe der Kanzler.