εὐφίλητος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
η, ον, wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.
Greek Monolingual
εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].
Greek Monotonic
εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-φίλητος, η, ον φιλέω
well-beloved, Aesch.
German (Pape)
vielgeliebt, πόλιν εὐφιλήταν ἔθου Aesch. Spt. 107.