ἀργινεφής
From LSJ
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
ές, clouded with white, ὀπός S.Fr.534.2 (anap.).
Spanish (DGE)
(ἀργῐνεφής) -ές semejante a una nube blanca ὀπός S.Fr.534.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῐνεφής: похожий на белое облако, молочно-белый (ὀπός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργινεφής: -ές, ὁ λευκὸς ὡς νέφος λευκόν, ὀπὸς Σοφ. Ἀποσπάσμ. 479.
Greek Monolingual
ἀργινεφής (-οῦς), -ές (Α)
λευκός σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)].