λωτοφάγος

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit des fruits du lotus, càd de jujube ; οἱ Λωτοφάγοι les Lotophages, peuple de Cyrénaïque, sur la côte d'Afrique.
Étymologie: λωτός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

ο (Α λωτοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με λωτούς
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Λωτοφάγοι
αρχαίος μυθικός ειρηνικός και φιλόξενος λαός που κατοικούσε στις ακτές της βόρειας Αφρικής, κάπου στην περιοχή της Κυρηναϊκής, και είχε ως κύρια ή μοναδική τροφή του τους καρπούς του δένδρου λωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω)].

Mantoulidis Etymological

(Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη λωτός.

German (Pape)

Lotos essend, s. Λωτοφάγος.