συντεχνάζω

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνάζω Medium diacritics: συντεχνάζω Low diacritics: συντεχνάζω Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΑΖΩ
Transliteration A: syntechnázō Transliteration B: syntechnazō Transliteration C: syntechnazo Beta Code: suntexna/zw

English (LSJ)

help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.

French (Bailly abrégé)

combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τεχνάζω een listig plan helpen uitvoeren, samen in het complot zitten, met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συντεχνάζω:
1) вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2) действовать заодно (τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].

Greek Monotonic

συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.

Middle Liddell

fut. σω
to join in plots with, τινί Plut.

German (Pape)

συντεχνάομαι, ἀπάτην, Plut. Timol. 10, Marcell. 20.